σακουλομαζώνω

σακουλομαζώνω
Ν
1. μαζεύω κάτι μέσα σε σακούλι ή μαζεύω κάτι με την σακούλα
2. μαζεύω τα σακούλια μου, δηλαδή τις αποσκευές μου
3. παροιμ. «άκουγε γριά, και γροίκα και σακουλομάζωνε» — λέγεται για εκείνους που εκδιώχθηκαν αντικανονικά από μια θέση ή υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σακ(κ)ούλα + μαζώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”